τουρμαλίνης

τουρμαλίνης
ο, Ν
1. (ορυκτ.) βοριοπυριτικό ορυκτό τού αργιλίου και τού νατρίου
2. φρ. α) «πλακίδιο τουρμαλίνη»
(ορυκτ.-φυσ.) οπτικό όργανο που έχει τη μορφή πλάκας πάχους μερικών δεκάτων τού χιλιοστομέτρου αποτελούμενης από ορυκτό τουρμαλίνη και χρησιμοποιείται ως πολωτής και αναλύτης
β) «λαβίδα τουρμαλίνη»
φυσ. οπτικό όργανο που χρησιμοποιείται για την οπτική ανάλυση ενός δείγματος κρυστάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tourmaline < σενεγαλέζικο toramalli «είδος ημιπολύτιμου λίθου». Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Τιμ. Αργυρόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημιμορφία — Το φαινόμενο σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κέντρου συμμετρίας και πολική διαμόρφωση ενός κρυσταλλικού άξονα συμμετρίας. Οι ημιμορφικοί κρύσταλλοι δεν παρουσιάζουν παραλληλία όλων των εδρών τους ανά ζεύγη και… …   Dictionary of Greek

  • λυγγούριον — και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α) 1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα τού ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • σιβηρίτης — ο, Ν (ορυκτ.) τουρμαλίνης που περιέχει μαγγάνιο στη σύστασή του …   Dictionary of Greek

  • χαννιαίος — ὁ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πιθανώς το λυγγούριον* ή ο τουρμαλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάννη «είδος ψαριού» + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… …   Dictionary of Greek

  • γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …   Dictionary of Greek

  • γρανουλίτης — Μεταμορφωμένο σχιστώδες πέτρωμα, λεπτόκοκκο, αποτέλεσμα της δυναμομεταμόρφωσης των γρανιτών. Στη σύστασή του συμμετέχουν κυρίως χαλαζίας, στενά συνδεδεμένος με αστρίους και γρανάτες, τουρμαλίνης, σιλιμανίτης, απατίτης κ.ά. Χαρακτηριστική είναι η… …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”